- χιών
- χιών, όνος, ἡ: (v. sub fin.):—A snow, in Hom. mostly of fallen snow, Il.10.7, 22.152;
ὡς δὲ χ. κατατήκετ' ἐν . . ὄρεσσιν Od.19.205
;ὕπερθε χ. γένετ' ἠΰτε πάχνη 14.476
;τὸν Νεῖλον ῥέειν ἀπὸ τηκομένης χιόνος Hdt.2.22
; ἐπὶ χιόνι πεσούσῃ ibid., cf.4.50;Ἰδαία χ. A.Ag.564
;ἥλιος . . τήκει πετραίαν χιόνα Id.Fr.300.5
;καί νιν . . χιὼν οὐδαμὰ λείπει S.Ant.830
(lyr.); also of falling snow, ὥς τε νιφάδες χιόνος πίπτωσι θαμειαί thick fall the snow-flakes, Il.12.278;χ. πίπτουσα Hdt.4.31
;κατένειψε χιόνι τὴν Θρᾴκην Ar.Ach.138
;ὅταν βορέας χιόνα χέῃ E.Cyc. 329
, cf. Ba.662;ἐπιπίπτει χ. X.An.4.4.11
;χιόνες πολλαὶ γίνονται Thphr.Sign.24
: [χ.] σφοδρὰ καὶ ἀθρόα καταφερομένη νιφετὸς ὠνόμασται Arist.Mu.394a36
.II snow-water, 'ice-coldwater,Θρῄκην χιόνι . . κατάρρυτον E.Andr.215
;χ. ποταμία Id.Tr.1067
(lyr.); used to cool wine,εἰ χιών ἐστ' ὠνία Euthycl.1
;οἶνον πιεῖν . . χιόνι μεμιγμένον Stratt.57
;χιόνα πίνειν Alex.141.10
;τοῦ θέρους χιόνα . . ζητεῖς Χ. Mem.2.1.30
;ἡδὺ θέρους . . χιὼν ποτόν AP5.168
(Ascl.): rare in pl., Arist.Mu.394a16. [[pron. full] ῐ by nature, [pron. full] ῑ [dialect] Ep. metri gr.] (Cf. Skt. himás 'cold, winter', Lat. hiems, Avest. zyam- 'winter', etc.)
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.